- υπερκεφαλαιοκρατισμός
- ο см. υπερκαπιταλισμός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερκεφαλαιοκρατισμός — ο, Ν υπερκαπιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κεφαλαιοκρατισμός] … Dictionary of Greek